επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… … Dictionary of Greek
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek
ՀՐԱՄԱՆԱՏՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0133 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 10c, 13c ն. ἑπιτάττω ordino եւն. Հրաման տալ. կարգաւորել. օրինադրել. հրամանաւ աւանդել. *Զբանին կերակուր ջամբել հրամանատրեցեր վարդապետութեանց: Զայս իւղ օծութեան հրամանատրեցեր: Եդ վերակացուս,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)